συμπερίληψη
From EDIGloss
Ορισμός
Η ενεργή, σκόπιμη και συνεχής προσπάθεια διασφάλισης ότι άτομα από διαφορετικά υπόβαθρα μπορούν να συμμετέχουν πλήρως, να νιώθουν εκτιμημένα και να έχουν ίση πρόσβαση σε ευκαιρίες εντός μιας ομάδας ή οργανισμού.
Μεταφράσεις
- English: inclusion
- Français: inclusion(fr)
- Español: inclusión
- 日本語: 包括性
- Ελληνικά: συμπερίληψη
- Português: inclusão
